Ενας Ελληνας ανθρακωρύχος έχει μετατραπεί σε σύμβολο των εργατικών αγώνων στις ΗΠΑ και το μνημείο του στο Κολοράντο κηρύχθηκε επίσημα ως εθνικός ιστορικός τόπος.
Ο Λούης Τίκας έμεινε στην Ιστορία ως ο πρωταγωνιστής μίας μεγάλης απεργίας στα ανθρακωρυχεία, η οποία, έπειτα από μήνες, κατέληξε στη σφαγή του Λάντλοου. Ηταν Δευτέρα του Πάσχα 19 Απριλίου του 1914, όταν η ιδιωτική φρουρά των ορυχείων και η εθνοφυλακή, με μυδραλιοβόλα άνοιξαν πυρ κατά των απεργών που είχαν στρατοπεδεύσει στην κοιλάδα. Από το μακελειό σκοτώθηκαν 50 απεργοί, πολλοί τραυματίστηκαν, ενώ γυναικόπαιδα κάηκαν από τη φωτιά. Ανάμεσα στα θύματα και 17 Ελληνες, μεταξύ αυτών ο Ηλίας Σπαντιδάκης, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Λούη Τίκα από τα Λούτρα Ρεθύμνου.
Η ιστορία έρχεται εκ νέου στο φως από τον ανιψιό του, κ. Γιώργο Σταυρουλάκη, που συμπτωματικά έμαθε λεπτομέρειες για τα γεγονότα της εποχής και ύστερα από εντατική έρευνα κατέγραψε την ιστορία του προγόνου του σε ένα βιβλίο με τίτλο «Λούης Τίκας: Ο ήρωας της ξενιτιάς». Πριν από λίγο καιρό ο κ. Σταυρουλάκης ταξίδεψε στην Αμερική, έφτασε στη μακρινή πόλη Τρινιτάν στο Κολοράντο, όπου διαπίστωσε ότι ο πρόγονός του αποτελεί σημείο αναφοράς.
«Εμεινα έκπληκτος από την τιμή που γίνεται στον ήρωα του εργατικού αγώνα. Εφτασα στην πόλη, όπου υπάρχει ο τάφος του, καθώς και άλλων Ελληνων που σκοτώθηκαν στη σφαγή. Η μνήμη του βρίσκεται εκεί, στον λόφο της Πυθίας. Σε κεντρικό σημείο της πόλης βρίσκεται το μνημείο με το άγαλμά του.
Ακριβώς εκεί υπάρχει ακόμα ένα από τα ορύγματα που έσκαψαν για να προφυλαχθούν τα γυναικόπαιδα που τελικά έκαψε η εθνοφρουρά. Μάλιστα έμαθα ότι το 2009 η αμερικανική κυβέρνηση χαρακτήρισε το μνημείο ως εθνικό ιστορικό τόπο», λέει ο κ. Γιώργος Σταυρουλάκης.
«Επίσης το ιστορικό μουσείο της πόλης έχει αφιερώσει ένα από τα πέντε κτίρια στον Λούη Τίκα και τους συντρόφους του, όπου περιλαμβάνονται φωτογραφική έκθεση, πολλά βιβλία που έχουν γραφεί και υλικό εποχής. Τα συνδικάτα ανθρακωρύχων τιμούν ιδιαίτερα τη θυσία τους, ενώ κάθε καλοκαίρι εκεί λαμβάνει χώρα το συνέδριο των ανθρακωρύχων από όλη την Αμερική».
Η απεργία στα ανθρακωρυχεία ξεκίνησε 13 Σεπτεμβρίου του 1913 με αίτημα ανθρώπινα δικαιώματα και καλύτερες συνθήκες εργασίας.
Ανάμεσα σε 11.000 απεργούς υπήρχαν και 800 Ελληνες προερχόμενοι κυρίως από την Κρήτη και τη Μυτιλήνη. Επί μήνες άντεξαν στον κρύο καταυλισμό και είχαν να αντιμετωπίσουν μαζί με την ανέχεια, τις παντοδύναμες εταιρείες που είχαν επιστρατεύσει ιδιωτικούς αστυνομικούς και φύλακες.
Ο ηγέτης των απεργών ήταν ένας νέος Κρητικός, που είχε ταξιδέψει στην Αμερική από τη Λούτρα του Ρεθύμνου, είχε πρωτοστατήσει στην απεργία και εμψύχωνε τους εργάτες να συνεχίσουν.
«Ο Λούης Τίκας κατάφερε σε μια δύσκολη εποχή με τις συνθήκες δουλειάς που επικρατούσαν, να ενώσει ανθρακωρύχους από 26 εθνικότητες, που δεν γνώριζαν ούτε την αγγλική γλώσσα», λέει ο κ. Γ. Σταυρουλάκης. «Κατάφερε να συνεννοηθεί μαζί τους, αλλά και να τους κάνει να τον πιστέψουν και να τον ακολουθήσουν σε έναν μεγάλο αγώνα».
Η επίθεση στους απεργούς
Οταν τα πολυβόλα άρχισαν να θερίζουν...
Το πρωινό μετά την Πασχαλιά ιδιωτικοί αστυνομικοί και η εθνοφυλακή είχαν περικυκλώσει το στρατόπεδο στο Λάντλοου και είχαν τοποθετήσει μυδράλια στα γύρω υψώματα. Στις παγωμένες σκηνές γυναίκες και παιδιά μοιράζονταν την αγωνία των εργατών και τις ελπίδες για μια καλύτερη τύχη. Λίγες ώρες πριν είχαν ανταλλάξει ευχές, ενώ ένας Ελληνας ιερέας είχε τελέσει τη Θεία Λειτουργία. Ηταν ένα παραδοσιακό ελληνικό Πάσχα για τους μετανάστες που είχαν έρθει στην άλλη άκρη της Γης με σκοπό να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη.
Νωρίς το πρωί, ενώ ο Τίκας έκανε διαπραγματεύσεις με τον επικεφαλής της εθνοφρουράς για να εκτονωθεί η κατάσταση, δόθηκε το σύνθημα και τα πολυβόλα άρχισαν να θερίζουν τους απεργούς που προσπαθούσαν να απαντήσουν με τα λιγοστά όπλα που είχαν στη διάθεσή τους.
Κάποια στιγμή ο Τίκας θέλησε να ξανασυναντήσει τον αρχηγό της φρουράς για να σταματήσει τη σφαγή. Ομως, αντ' αυτού ο υπαρχηγός της εθνοφρουράς, έφιππος, χτύπησε με τον υποκόπανο του όπλου στο πρόσωπο τον Λούη Τίκα, που έπεσε αιμόφυρτος. Πεσμένο στο έδαφος, όπως ήταν, άρχισαν να τον πυροβολούν και βρέθηκε με τρεις σφαίρες στην πλάτη.
Εν τω μεταξύ η σφαγή στον καταυλισμό συνεχιζόταν.
Η σφαγή
Μερικοί είχαν καταφύγει σε μεγάλες τρύπες ή ολόκληρα δωμάτια που είχαν σκάψει από καιρό. Δεν κατάφεραν όμως να γλιτώσουν αφού οι εθνοφρουροί έβαλαν φωτιά και πολλά γυναικόπαιδα κάηκαν. Η τραγωδία του Λάντλοου όμως είχε συνέχεια. Ο ίδιος ο Τίκας έμεινε άταφος μέχρι τις 26 Απριλίου
αφού δεν επέτρεπαν σε κανέναν να τον πλησιάσει. Το δράμα των ανθρακωρύχων ξεσήκωσε την κοινή γνώμη των ΗΠΑ και ο Τύπος έγραφε συνεχώς για τη σφαγή. Υστερα από τέσσερις ημέρες ο Ερυθρός Σταυρός πήρε τελικά την άδεια του κυβερνήτη, για να μεταφέρει τη σορό του.
Αμερικανοί ταξιδιώτες
Ψάχνουν στο Ρέθυμνο για το σπίτι που γεννήθηκε
Μία τεράστια πομπή ανθρακωρύχων συνόδευε τον Λούη Τίκα στο κοιμητήριο της περιοχής που είχε την ονομασία «Οι Ιππότες της Πυθίας». Εκεί, επάνω στη σορό του οι νέοι ηγέτες των Ελλήνων εργατών με επικεφαλής τον Πέτρο Κατσούλη, ορκίστηκαν ότι θα συνεχίσουν τον αγώνα. Η εφημερίδα της ομογένειας «Ατλαντίς» έγραφε για καιρό και πίεζε να γίνουν ανακρίσεις, οι οποίες όμως δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Τα αραιά γράμματα που έστελνε πότε πότε ο Λούης Τίκας στην οικογένειά του στην Κρήτη, είχαν γίνει από καιρό πολύ σπάνια.
«Ο παππούς μου πληροφορήθηκε τον θάνατο του αδελφού του από ένα τηλεγράφημα που έλαβε από το συνδικάτο των ανθρακωρύχων. Αργότερα έμαθε περισσότερες λεπτομέρειες για τη δράση του, από έναν συγχωριανό που είχε φύγει μαζί με τον Τίκα για την Αμερική», καταλήγει στην αφήγησή του ο Γιώργος Σταυρουλάκης, ο οποίος τώρα ελπίζει ότι το παλαιό σπίτι με το ελαιοτριβείο θα γίνει κάποτε μουσείο. Στο Κολοράντο, 98 χρόνια μετά τα γεγονότα του Λάντλοου, υπάρχει πάντα το μνημείο των πεσόντων ανθρακωρύχων και κάθε χρόνο η ομογένεια και ιδίως οι κρητικοί σύλλογοι τιμούν τη θυσία των Ελλήνων προγονών τους. Η δημοσιότητα των τελευταίων ετών στην Ελλάδα, έφερε εκ νέου στο προσκήνιο την ιστορία των Ελλήνων ανθρακωρύχων και του Λούη Τίκα.
Αναγνώριση
Στο Ρέθυμνο ο δήμος έδωσε το όνομά του σε έναν δρόμο της πόλης και κάθε χρόνο διοργανώνει τιμητικές εκδηλώσεις. «Ολα ξεκίνησαν όταν διαπίστωσα ότι αρκετοί ξένοι και ιδίως Αμερικανοί ταξιδιώτες που έφταναν στο Ρέθυμνο, ζητούσαν να βρουν το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Τίκας. Γρήγορα διαπίστωσα ότι -αν και παραμένει σχετικά άγνωστος στην Ελλάδα- κατέχει τιμητική θέση στο πάνθεον της αμερικανικής εργατικής ιστορίας», αφηγείται ο κ. Σταυρουλάκης, που μέχρι τότε το μόνο που γνώριζε ήταν ότι επρόκειτο για τον αδελφό του παππού του, ο οποίος είχε φύγει πολύ νέος για να αναζητήσει την τύχη του στη «Νέα Γη». Ετσι ξεκίνησε η έρευνά του, που κράτησε χρόνια μέχρι να έρθουν στο φως στοιχεία και λεπτομέρειες για τη ζωή του ξεχασμένου Κρητικού μετανάστη.
Το μεταναστευτικό κύμα του 1900
450.000 πέρασαν τον Ατλαντικό
Την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα κάπου 167.000 Ελληνες είχαν φτάσει στις ΗΠΑ και μέχρι το 1920 ο αριθμός των μεταναστών είχε ανέλθει σε 450.000 ψυχές που είχαν διασχίσει τον Ατλαντικό προερχόμενοι από κάθε γωνιά της Ελλάδας.
Συνήθως οι Ελληνες τότε εργάζονταν ως ανθρακωρύχοι, στους σιδηροδρόμους και σε βιομηχανίες. Ηταν αναγκασμένοι να μένουν πολλοί μαζί, μέσα σε ένα μικρό διαμέρισμα, με μεγάλες στερήσεις.
Είχαν να αντιμετωπίσουν την έλλειψη τροφής, τη φυματίωση, αλλά επιπροσθέτως και την εχθρική αντιμετώπιση της κοινωνίας.
Οι συνθήκες προφανώς ήταν εξαιρετικά δύσκολες, αφού οι περισσότεροι ούτε ήξεραν τη γλώσσα ούτε είχαν επάνω τους τα απαραίτητα χρήματα για να ζήσουν.
Εφευγαν από την Ευρώπη με ελάχιστα δολάρια και επιπλέον έπρεπε να φτάσουν στον προορισμό τους υγιείς, για να κερδίσουν την άδεια παραμονής, αφού οι αμερικανικές Αρχές δεν έκαναν δεκτούς στη χώρα όσους έπασχαν από ασθένειες.
Στο νησί Ελλις περνούσαν εξετάσεις και ολόκληρες οικογένειες με καρφιτσωμένους αριθμούς περίμεναν υπομονετικά να ανέβουν τα σκαλιά που οδηγούσαν στη νέα τους πατρίδα.
Οι κακουχίες
Κανείς από τους μετανάστες δεν μπορεί να ξεχάσει την πρώτη ημέρα που είδε την Αμερική. Είχαν φτάσει στον προορισμό τους ερχόμενοι από έναν τόπο όπου δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, οι λιγοστοί χωματόδρομοι με δυσκολία οδηγούσαν στην κοντινή πόλη, οι περισσότεροι δεν είχαν μπει ποτέ σε αυτοκίνητο και αρκετοί, ίσως, δεν είχαν δει ποτέ στο παρελθόν τη θάλασσα...
Σε αυτό το περιβάλλον τοποθετείται και η ιστορία του Λούη Τίκα, ο οποίος στις αρχές του 20ού αιώνα βρέθηκε από το Ρέθυμνο, στο Κολοράντο, πρωταγωνιστής των μεγάλων εργατικών κινητοποιήσεων και ιδρυτής του πρώτου εργατικού συνδικάτου ανθρακωρύχων.
ΠΗΓΗ