Το ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων που έπρεπε να καταβάλει η Γερμανία μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου βρίσκεται πάλι στην επικαιρότητα όχι μόνο λόγω του ελληνικού ενδιαφέροντος. Δισέλιδο αφιέρωμα έχει σήμερα η γαλλική εφημερίδα La Croix (Λα Κρουά), η οποία στον πρωτοσέλιδο τίτλο, αναρωτιέται «Η Γερμανία είναι στα αλήθεια χώρα μοντέλο;», ενώ στις εσωτερικές σελίδες της φιλοξενεί εκτενές άρθρο για τα χρέη της Γερμανίας προς τις χώρες που ζημίωσε κατά τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους. Στο άρθρο, με τίτλο «Μεταπολεμικά, η Γερμανία δεν ξεπλήρωσε όλα τα χρέη της», αναπτύσσονται οι θέσεις του Γερμανού ιστορικού και καθηγητή στο London School of Economics, Άλμπρεχτ Ρίτσλ. Σύμφωνα με τον καθηγητή, «το γερμανικό οικονομικό θαύμα μετά τον Πόλεμο, οφείλεται στη μη αποπληρωμή των χρεών της χώρας του μετά από δύο Παγκοσμίους πολέμους».
«Η ειρωνεία της ιστορίας είναι», όπως εξηγεί ο καθηγητής, «ότι από μια αντιστροφή των δεδομένων, η Γερμανία ξαναβρίσκεται απέναντι στους Ευρωπαίους εταίρους της στην κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι τελευταίοι, μετά το πέρας του Πρώτου και του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου: μια χώρα πιστωτής που θα πρέπει να επιλέξει κατά πόσο θα απαιτήσει να την ξεπληρώσουν ή όχι».
Ο κ. Ρίτσλ επισημαίνει ότι, το 1929, το εξωτερικό χρέος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ανερχόταν στο 75%- 80% του ΑΕΠ της, εξαιτίας των αποπληρωμών των αποζημιώσεων για τον Πρώτο Πόλεμο.
Προκειμένου να εξοφλήσει, η γερμανική κυβέρνηση προσπάθησε να δημιουργήσει εμπορικά πλεονάσματα, βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα μέσω μιας πολιτικής αποπληθωρισμού, δηλαδή μέσω μείωσης κατά 30% των μισθών, με προκαθορισμένες τιμές και καταπολεμώντας τα μονοπώλια.
«Όπως στην Ελλάδα σήμερα», σχολιάζει ο καθηγητής. «Αυτή η πολιτική υπήρξε οικονομικά επιτυχής, αλλά πολιτικά καταστροφική», υπογραμμίζει ο ίδιος, εφόσον άνοιξε το δρόμο προς την εξουσία στους Ναζί, οι οποίοι στη συνέχεια μπλόκαραν τις αποζημιώσεις.
Μετά το 1945, για να διασφαλίσει μια γρήγορη ανάταξη της οικονομίας της Δυτικής Γερμανίας, νέου συμμάχου τους έναντι των Σοβιετικών, οι ΗΠΑ επέβαλαν στα κράτη που επωφελούνταν από το Σχέδιο Μάρσαλ να μην ζητήσουν αμέσως τις οφειλές των Γερμανών. Κατά συνέπεια, το 1953, οι συμφωνίες του Λονδίνου προέβλεπαν να εξοφληθούν τα χρέη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου- περίπου το 100% του γερμανικού ΑΕΠ, το 1938, χωρίς να υπολογίζονται οι αποζημιώσεις, για τις οποίες δεν δόθηκαν νούμερα- μόνο μετά την ενδεχόμενη επανένωση των δύο Γερμανιών.
«Παραδόξως, δεν έγινε αναφορά στο ζήτημα αυτό, κατά τις διαπραγματεύσεις που κατέληξαν στην επανένωση της Γερμανίας, από καμιά άλλη χώρα πλην της Ελλάδος», λέει ο Άλμπρεχτ Ρίτσλ.
Ο δε Χέλμουτ Κολ είχε πει, αυτοπροσώπως, ότι αν χρειαζόταν οι πιστωτές του 1945 να απαιτήσουν τα οφειλόμενά τους, η χώρα του θα χρεοκοπούσε. Συνεπώς, η Γερμανία δεν πλήρωσε.
Στα μάτια του ιστορικού, σε αυτή την πολιτική οφείλεται το γερμανικό οικονομικό θαύμα μετά τον Πόλεμο. Ένα θαύμα, που βασίζεται στο γερμανικό πλεόνασμα εξωτερικού εμπορίου, το οποίο είχε σαν αποτέλεσμα τη διεύρυνση των χρεών των άλλων χωρών.
Έτσι προκύπτει και το δίλημμα για το Βερολίνο που- πάντα, σύμφωνα με τον καθηγητή- συνοψίζεται στη φράση: «να υποχρεώσει τα κράτη να πληρώσουν, με κίνδυνο να τα κάνει να ματώσουν μέχρι θανάτου ή να δεχθεί να διαγράψει τα δάνεια που έχει δώσει για να τα σώσει και να σωθεί και η ίδια;», όπως εύστοχα σημειώνεται στο άρθρο στη «Λα Κρουά»
πηγή
«Η ειρωνεία της ιστορίας είναι», όπως εξηγεί ο καθηγητής, «ότι από μια αντιστροφή των δεδομένων, η Γερμανία ξαναβρίσκεται απέναντι στους Ευρωπαίους εταίρους της στην κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι τελευταίοι, μετά το πέρας του Πρώτου και του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου: μια χώρα πιστωτής που θα πρέπει να επιλέξει κατά πόσο θα απαιτήσει να την ξεπληρώσουν ή όχι».
Ο κ. Ρίτσλ επισημαίνει ότι, το 1929, το εξωτερικό χρέος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ανερχόταν στο 75%- 80% του ΑΕΠ της, εξαιτίας των αποπληρωμών των αποζημιώσεων για τον Πρώτο Πόλεμο.
Προκειμένου να εξοφλήσει, η γερμανική κυβέρνηση προσπάθησε να δημιουργήσει εμπορικά πλεονάσματα, βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα μέσω μιας πολιτικής αποπληθωρισμού, δηλαδή μέσω μείωσης κατά 30% των μισθών, με προκαθορισμένες τιμές και καταπολεμώντας τα μονοπώλια.
«Όπως στην Ελλάδα σήμερα», σχολιάζει ο καθηγητής. «Αυτή η πολιτική υπήρξε οικονομικά επιτυχής, αλλά πολιτικά καταστροφική», υπογραμμίζει ο ίδιος, εφόσον άνοιξε το δρόμο προς την εξουσία στους Ναζί, οι οποίοι στη συνέχεια μπλόκαραν τις αποζημιώσεις.
Μετά το 1945, για να διασφαλίσει μια γρήγορη ανάταξη της οικονομίας της Δυτικής Γερμανίας, νέου συμμάχου τους έναντι των Σοβιετικών, οι ΗΠΑ επέβαλαν στα κράτη που επωφελούνταν από το Σχέδιο Μάρσαλ να μην ζητήσουν αμέσως τις οφειλές των Γερμανών. Κατά συνέπεια, το 1953, οι συμφωνίες του Λονδίνου προέβλεπαν να εξοφληθούν τα χρέη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου- περίπου το 100% του γερμανικού ΑΕΠ, το 1938, χωρίς να υπολογίζονται οι αποζημιώσεις, για τις οποίες δεν δόθηκαν νούμερα- μόνο μετά την ενδεχόμενη επανένωση των δύο Γερμανιών.
«Παραδόξως, δεν έγινε αναφορά στο ζήτημα αυτό, κατά τις διαπραγματεύσεις που κατέληξαν στην επανένωση της Γερμανίας, από καμιά άλλη χώρα πλην της Ελλάδος», λέει ο Άλμπρεχτ Ρίτσλ.
Ο δε Χέλμουτ Κολ είχε πει, αυτοπροσώπως, ότι αν χρειαζόταν οι πιστωτές του 1945 να απαιτήσουν τα οφειλόμενά τους, η χώρα του θα χρεοκοπούσε. Συνεπώς, η Γερμανία δεν πλήρωσε.
Στα μάτια του ιστορικού, σε αυτή την πολιτική οφείλεται το γερμανικό οικονομικό θαύμα μετά τον Πόλεμο. Ένα θαύμα, που βασίζεται στο γερμανικό πλεόνασμα εξωτερικού εμπορίου, το οποίο είχε σαν αποτέλεσμα τη διεύρυνση των χρεών των άλλων χωρών.
Έτσι προκύπτει και το δίλημμα για το Βερολίνο που- πάντα, σύμφωνα με τον καθηγητή- συνοψίζεται στη φράση: «να υποχρεώσει τα κράτη να πληρώσουν, με κίνδυνο να τα κάνει να ματώσουν μέχρι θανάτου ή να δεχθεί να διαγράψει τα δάνεια που έχει δώσει για να τα σώσει και να σωθεί και η ίδια;», όπως εύστοχα σημειώνεται στο άρθρο στη «Λα Κρουά»
πηγή