Για όσους πιστεύουν ότι η χώρα μας για πρώτη φορά "χρεοκόπησε" στις ημέρες μας, καλό θα είναι να μελετήσουν το πιο κάτω κείμενο και θα διαπιστώσουν ότι ήταν .σύνηθες το φαινόμενο οι κυβερνήσεις μας να ξοδεύουν πολύ περισσότερα χρήματα από τα διαθέσιμα έσοδα της χώρας. Μετά τη μακραίωνη οθωμανική σκλαβιά στην ήδη ρημαγμένη Ελλάδα παρουσιάσθηκε επιτακτική η ανάγκη πραγματοποίησης των πρώτων μικρών έργων υποδομής, που αναγκαστικά έπρεπε να γίνουν ελλείψει χρημάτων δια μέσου δανεισμού από το εξωτερικό. Ωστόσο όπως αποδείχτηκε στην πορεία, μεγάλο μέρος των χρημάτων πήγαινε για να αποπληρωθούν τα παλαιότερα "δυσβάσταχτα" δάνεια και λιγότερο για να καλυφθούν οι τρέχουσες στρατιωτικές ανάγκες ή τα ελάχιστα απαιτούμενα έργα υποδομής.
Κατά την Επανάσταση του 1821 τα έσοδα των φόρων των περιοχών που απελευθερώθηκαν δεν επαρκούσαν για να αντιμετωπιστούν τα έξοδα του Αγώνα. Οι ανάγκες οργάνωσης στρατευμάτων και ναυτικού ικανού να αντιμετωπίσει τον στρατό και το ναυτικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απαιτούσαν τεράστιες δαπάνες, τις οποίες ήταν αδύνατον να εξασφαλίσουν οι εισπραττόμενοι φόροι.
Το 1824 επιτεύχθηκε δάνειο 800.000 λιρών στερλινών από το χρηματιστήριο του Λονδίνου. Έπειτα από διάφορες κρατήσεις και έξοδα, 348.000 λίρες έπρεπε να αποσταλούν στην Ελλάδα. Η άστατη κατάσταση των πραγμάτων στην Ελλάδα, καθυστέρησαν την παράδοση των χρημάτων και εν τέλει παραδόθηκαν στην κυβέρνηση μόνο 308.000 λίρες σε μετρητά και πολεμοφόδια αξίας 11.900 λιρών.
Δυστυχώς, και τα χρήματα αυτά ξοδεύτηκαν σε εμφυλίους πολέμους και συγκρούσεις.
Γρήγορα έγινε φανερή η ανάγκη σύναψης και δεύτερου δανείου ύψους 2.000.000 λιρών με παρόμοιους με το πρώτο δάνειο όρους. Το δεύτερο δάνειο απέφερε 1.100.000 λίρες. Από το ποσό αυτό δαπανήθηκαν στο χρηματιστήριο του Λονδίνου 496.220 λίρες για ναυπήγηση πολεμικών πλοίων και άλλες στρατιωτικές προετοιμασίες, 392.600 λίρες για έξοδα των πληρεξουσίων και για άλλα μικρά έξοδα 28.800 λίρες. Έτσι στα χέρια της ελληνικής κυβέρνησης έφθασαν μόνο 232.558 λίρες.
Ληστρικές παρακρατήσεις, σπατάλες και καταχρήσεις, αποτυχημένες παραγγελίες πολεμικών πλοίων και οι εμφύλιοι πόλεμοι ήταν οι βασικοί λόγοι για τους οποίους τα δάνεια κατασπαταλήθηκαν χωρίς κανένα ουσιαστικό κέρδος για τη χώρα. Επιπλέον δόθηκαν ως εγγύηση τα έσοδα του κράτους και τα εθνικά κτήματα.
Τα πολεμικά ατμόπλοια «Καρτερία», «Επιχείρηση» και «Ερμής» καθώς και η πολύ μεγαλύτερη φρεγάτα «Ελλάς» υπήρξαν τα μοναδικά πενιχρά κέρδη του ένοπλου αγώνα από τα δάνεια της ανεξαρτησίας. Από όλα αυτά τα πλοία, μόνο το «Καρτερία» ανέπτυξε αξιόλογη πολεμική δράση.
Άδοξο το τέλος και της φρεγάτας «Ελλάς», αφού ο Μιαούλης, κατά το κίνημα των Υδραίων εναντίον του Ιωάννη Καποδίστρια, την πυρπόλησε ενώ ήταν αγκυροβολημένη στον Πόρο μαζί με άλλα πλοία.
Το 1826 ελάχιστα γρόσια έχουν μείνει στο δημόσιο ταμείο και το 1827 οι δημοσιονομικές αντοχές εξαντλήθηκαν. Η χώρα πτώχευσε για πρώτη φορά και η Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας ανέθεσε στον Ιωάννη Καποδίστρια τη σύναψη νέου δανείου. Έντονες ανάγκες στήριξης των εσόδων εμφανίστηκαν και κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από τον Καποδίστρια. Οι προσπάθειες του Καποδίστρια για σύναψη δανείου υπήρξαν ανεπιτυχείς, λόγω και της στάσης της Μεγάλης Βρετανίας. Η σοβαρή οικονομική ενίσχυση από τη Ρωσία και τον φιλέλληνα τραπεζίτη Εϋνάρδο αποδείχθηκε τελικά ανεπαρκής αφού οι ανάγκες ενίσχυσης των εσόδων υπήρξαν τεράστιες.
Η οθωνική περίοδος
Τη διεκδίκηση του ελληνικού θρόνου από τον Λεοπόλδο και την ανάληψη της βασιλείας από τον Όθωνα συνόδευσε νέο δάνειο ύψους 60.000.000 γαλλικών φράγκων. Το δάνειο αυτό, το οποίο βρισκόταν υπό την επιτήρηση των τριών προστάτιδων δυνάμεων, δηλαδή της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, δόθηκε από τον τραπεζιτικό οίκο Ρότσιλντ. Παρακρατήθηκαν έξοδα, τόκοι, αποζημιώσεις προς την Υψηλή Πύλη και Οθωμανούς υπηκόους !!!
Στη σύμβαση του δανείου προβλεπόταν ότι από τα έσοδα της χώρας πρώτα θα πληρωνόταν η δόση του δανείου και στη συνέχεια θα πραγματοποιούνταν οι λοιπές πληρωμές και όριζε ότι οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι των τριών Αυλών θα επαγρυπνούσαν για την τήρηση αυτού του όρου. Η τελευταία αυτή διατύπωση έδινε νόμιμο δικαίωμα στους πρεσβευτές των μεγάλων δυνάμεων να επεμβαίνουν στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας. Όποτε μια μεγάλη δύναμη θεωρούσε ότι οι στόχοι μιας δαπάνης δεν ήταν σύμφωνοι με τα συμφέροντα της μπορούσε κάλλιστα να θεωρήσει ότι είναι απαράδεκτη η δαπάνη αυτή. Στη συνέχεια απαιτούσε τη μη πραγματοποίηση της δαπάνης αυτής και την πληρωμή των δανείων. Την ανωτέρω στάση τήρησε η Μεγάλη Βρετανία κατά τις επανειλημμένες ρωσοτουρκικές συγκρούσεις. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούσε να επιβάλει την ελληνική ουδετερότητα και στήριζε την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία απέφευγε τον διμέτωπο αγώνα.
Ακολούθησε η ιδιαίτερα αποτυχημένη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών από τους Βαυαρούς, οι οποίοι κυρίως την περίοδο της Αντιβασιλείας που σπαταλούσαν τους περιορισμένους πόρους του βασιλείου.
Μόλις ανέλαβαν οι Βαυαροί απαγόρευσαν με διάταγμα την πληρωμή των προ της αφίξεώς τους χρεών. Το ίδιο το δάνειο περιλάμβανε όρους που έκαναν δυσχερή την εξυπηρέτηση του. Κυρίως όμως η γενικότερη αδυναμία που εμφάνισε η Ελλάδα κατά τα πρώτα πενήντα έτη της ανεξαρτησίας να συνάψει με επιτυχία, να αξιοποιήσει και να εξυπηρετήσει αποτελεσματικά τις δανειακές της συμβάσεις, οδήγησαν στη χρεοκοπία του 1843. Από το 1835 άρχισαν οι συγκρούσεις δανειστών και Ελλάδας, η οικονομική ανάπτυξη δεν διαφαινόταν και η εξόφληση των δόσεων έγινε προβληματική από το 1840. Επιβλήθηκαν αντιδημοφιλή μέτρα φορολόγησης και περικοπών. Ως συνέπεια της δεύτερης αυτής πτώχευσης, από το 1843 μέχρι το 1878 η Ελλάδα ήταν αποκλεισμένη από τις διεθνείς χρηματαγορές. Για την κάλυψη των δανειακών της αναγκών η χώρα στράφηκε στον εσωτερικό δανεισμό, στον δανεισμό από πλούσιους ομογενείς και στη στήριξη από τον φιλέλληνα τραπεζίτη Εϋνάρδο.
Κατά την διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου οι αποτυχημένες προσπάθειες των Αγγλογάλλων να επιβάλλουν πειθαρχία στην Ελλάδα, οδήγησαν σε ωμή ξένη επέμβαση και κατοχή. Από τον Μάιο του 1854 στρατεύματα Αγγλογάλλων εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά και επέβαλαν την αλλαγή της κυβέρνησης. Η νέα κυβέρνηση Μαυροκορδάτου, το «υπουργείο Κατοχής» όπως ονομάστηκε, επέστρεψε στην πολιτική της ουδετερότητας. Οι Αγγλογάλλοι, οι οποίοι εκτός των άλλων ήταν υπεύθυνοι και για την εξάπλωση επιδημίας χολέρας, δεν αποχωρούσαν χωρίς την αποδοχή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου από την ελληνική κυβέρνηση. Έτσι το 1857 επιβλήθηκε για πρώτη φορά διεθνής οικονομικός έλεγχος στη χώρα..
Στη πορεία προς την τρίτη χρεοκοπία
Η πτώση της μοναρχίας του Όθωνα, όπως ήταν φυσικό, δημιούργησε διοικητική αναστάτωση αλλά και δημοσιονομικές προσδοκίες για φορολογικές ελαφρύνσεις. Έτσι, το 1862 και το 1863 παρουσιάστηκε ισχυρή πτώση των εσόδων από φόρους αλλά και των συνολικών εσόδων. Κάθε χρόνο πλέον εμφανίζονταν όχι μόνο πληρωμές και εισπράξεις δανείων αλλά και νέες συνομολογήσεις και ρυθμίσεις δανείων. Η χώρα δεν αρκέστηκε, όπως στην περίοδο του Όθωνα, στη λήψη και στην εξυπηρέτηση του δανείου Ρότσιλντ, αλλά συναλλάσσεται στην αγορά κεφαλαίων, με στόχο τη βραχυπρόθεσμη ικανοποίηση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Όλα αυτά μέσα σε ένα κλίμα υπέρμετρης αισιοδοξίας η οποία δεν αντιστοιχούσε, βέβαια, στην πραγματική κατάσταση των δημόσιων οικονομικών.
Η Ελλάδα, όντας αποκλεισμένη από τις διεθνείς αγορές χρήματος και δέσμια της Εθνικής Τράπεζας, προσέφευγε στον εσωτερικό δανεισμό. Οι προσπάθειες για συμβιβασμό με τους δανειστές είχαν αποτύχει μέχρι το 1878. Τότε η ελληνική Κυβέρνηση συμψήφισε τις παλιές ομολογίες της Επανάστασης, ύψους 2.800.000 λιρών, και έδωσε καινούργιες αξίας 1.200.000 λιρών, με επιτόκιο 5% ετησίως, χρόνο αποπληρωμής τα 35 χρόνια και ενεχυρίαση των εσόδων, φόρο χαρτοσήμου και τελωνειακά έσοδα. Έτσι, το 1880, τα ελληνικά χρεόγραφα μπήκαν στα διεθνή χρηματιστήρια. Το 1878 οι εκτεταμένες πολεμικές προετοιμασίες ανάγκασαν τη χώρα να ζητήσει το μεγαλύτερο μετά το 1833 δάνειο, ύψους 60.000.000 γαλλικών φράγκων, το οποίο ελήφθη υπό δυσμενείς όρους.
Τα δάνεια και η μη εξυπηρέτηση τους αποτέλεσαν πρόσφορο μέσο πίεσης για συμμόρφωση με την πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων. Πολλές φορές μάλιστα χρησιμοποιήθηκαν τα εθνικά προβλήματα ως μέσο είσπραξης των δανείων. Το επόμενο διάστημα και μέχρι το 1881 εισπράχθηκαν δάνεια επί δανείων πολλών εκατομμυρίων δραχμών. Τεράστια δάνεια εισπράχθηκαν μετά το 1881. Αρχικά το δάνειο των 120.000.000 φράγκων με ενεχυρίαση των εσόδων από τον φόρο καταναλώσεως καπνού, τα έσοδα από τις ετήσιες δόσεις των εθνικών γαιών και φυτειών και όσα από τα ήδη ενεχυριασμένα έσοδα των τελωνείων Αθηνών, Πειραιώς, Πατρών και Ζακύνθου περισσεύουν από την εξυπηρέτηση άλλων δανείων. Στη συνέχεια εισπράχθηκε μεγάλος αριθμός δανείων, τα μεγαλύτερα από τα οποία ήταν το δάνειο του 1884 ύψους 100 εκατομμυρίων φράγκων, το δάνειο του 1887 ύψους 135 εκατομμυρίων φράγκων και το δάνειο του 1890-91, ύψους 89 εκατομμυρίων. Οι όροι δανεισμού ήταν το ίδιο ληστρικοί με τους όρους δανεισμού της προηγούμενης περιόδου. Το ελληνικό παράδειγμα μας δείχνει ότι η σωρεία χρεοκοπιών κατά τον 19ο αιώνα συνδέεται σαφώς με τους όρους δανεισμού οι οποίοι καθιστούσαν ανέφικτη την αποπληρωμή των δανείων.
Η δημοσιονομική πολιτική του Τρικούπη βασιζόταν υπερβολικά στον δανεισμό. Αρκετά από τα δάνεια διατέθηκαν σε αντιπαραγωγικούς σκοπούς και οι αυξήσεις του ΑΕΠ και των εξαγωγών δεν ήταν οι αναμενόμενες, με αποτέλεσμα οι δαπάνες εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους να αυξηθούν σε τέτοιον βαθμό, ώστε η χώρα να φτάσει στη χρεοκοπία του 1893. Ανάμεσα στα χρόνια 1879 και 1893 το ποσό των εξωτερικών δανείων ανέβηκε σε 639.739.000 φράγκα ονομαστικό κεφάλαιο και 468.358.500 πραγματικό. Η Θεσσαλία, με την παρατεταμένη στρατιωτική κινητοποίηση, που υπήρξε απαραίτητη για την επίτευξη της απόσπασης της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και με την υπανάπτυξη στην οποία την είχε καταδικάσει η οθωμανική διοίκηση, απαίτησε ένα δυσβάσταχτο κόστος για τα ισχνά δημοσιονομικά δεδομένα της Ελλάδας. Η λύση της προσφυγής στον δανεισμό υπήρξε υπερβολικά δυσμενής για τα δημόσια οικονομικά, με αποτέλεσμα η αύξηση των εσόδων να μην είναι δυνατόν να εμποδίσουν την πορεία προς την υπερχρέωση, στην οποία βέβαια συνέβαλαν και οι πολιτικές των κυβερνήσεων της εποχής, οι οποίες θα πρέπει να θεωρηθούν σε μεγάλο βαθμό ουτοπικές.
Αποτέλεσμα: Τα έσοδα του κράτους δεν επαρκούν και μαζί με την εξυπηρέτηση των παλαιών δανείων προστίθενται συνεχώς καινούργια και μεγαλύτερα δάνεια. Επιπλέον, η σταφιδική κρίση χτύπησε με σφοδρότητα την ελληνική οικονομία, ιδίως μετά το 1893, αφού η σταφίδα ήταν το κυριότερο εξαγωγικό προϊόν και η αδυναμία πώλησης της στο εξωτερικό σήμανε καθίζηση των εξαγωγών.
Τη δεκαετία προ του πολέμου του 1897 η επιβάρυνση από την πληρωμή των χρεών και τις στρατιωτικές δαπάνες απομυζά το μεγαλύτερο μέρος των συνολικών πληρωμών. Από καθαρά οικονομική οπτική, οι πτωχεύσεις αυτές συνδέονταν με τον ελάχιστα ή καθόλου ανταποδοτικό τρόπο αξιοποίησης των δανείων και τους τοκογλυφικούς όρους δανεισμού. Τα κερδοσκοπικά παιχνίδια που παίχτηκαν κατά την περίοδο της κρίσης απέφεραν τεράστια κέρδη στους Έλληνες και ξένους κεφαλαιούχους και πολιτικούς.
Η επαπειλούμενη πτώχευση του 1893 ενέτεινε την ενδημούσα στη χώρα κυβερνητική αστάθεια. Επιβλήθηκαν φορολογίες και περικοπές κρατικών δαπανών ενώ αναπτύχθηκαν κερδοσκοπικά παιχνίδια. Ακόμη και μετά την πτώχευση του 1893, η Ελλάδα συνέχισε να πληρώνει τεράστια ποσά για το δημόσιο χρέος της, παρά το γεγονός ότι πλήρωνε μόνο το 30% των τόκων. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα, η πολιτική του Τρικούπη στηρίχθηκε υπερβολικά στον εξωτερικό δανεισμό, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί η χώρα στη χρεοκοπία περίπου μια εικοσαετία μετά την επιβλητική παρουσία του στην πολιτική σκηνή. Η πολιτική και η οικονομική ηγεσία της Ελλάδας δεν παρουσιάστηκε ικανή να αντιμετωπίσει τις πολυμήχανες τακτικές των Ευρωπαίων κερδοσκόπων, με αποτέλεσμα η χώρα να εμπλακεί στα γρανάζια της υπερχρέωσης. Τα μεγαλύτερα θύματα ήταν οι απλοί άνθρωποι, που υπέστησαν τη φορολογική λαίλαπα η οποία συνόδεψε την υπερχρέωση της χώρας. Όσα από τα ποσά των δανείων έφθαναν στα ταμεία του κράτους επενδύονταν με μη ανταποδοτικό τρόπο. Τεράστια ποσά κατευθύνθηκαν στις χώρες στα χρηματιστήρια των οποίων εκδίδονταν τα δάνεια για πληρωμή τεχνικών εταιρειών και βιομηχανιών πολεμικού εξοπλισμού. Η υπερχρέωση διευκόλυνε την παρεμβατική πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων και δυσχέραινε την άσκηση εθνικών στρατηγικών.
HellasOnTheWeb.Org
με αποσπάσματα απο την "Ιστορία εικονογραφημένη", τεύχος 525
Κατά την Επανάσταση του 1821 τα έσοδα των φόρων των περιοχών που απελευθερώθηκαν δεν επαρκούσαν για να αντιμετωπιστούν τα έξοδα του Αγώνα. Οι ανάγκες οργάνωσης στρατευμάτων και ναυτικού ικανού να αντιμετωπίσει τον στρατό και το ναυτικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απαιτούσαν τεράστιες δαπάνες, τις οποίες ήταν αδύνατον να εξασφαλίσουν οι εισπραττόμενοι φόροι.
Το 1824 επιτεύχθηκε δάνειο 800.000 λιρών στερλινών από το χρηματιστήριο του Λονδίνου. Έπειτα από διάφορες κρατήσεις και έξοδα, 348.000 λίρες έπρεπε να αποσταλούν στην Ελλάδα. Η άστατη κατάσταση των πραγμάτων στην Ελλάδα, καθυστέρησαν την παράδοση των χρημάτων και εν τέλει παραδόθηκαν στην κυβέρνηση μόνο 308.000 λίρες σε μετρητά και πολεμοφόδια αξίας 11.900 λιρών.
Δυστυχώς, και τα χρήματα αυτά ξοδεύτηκαν σε εμφυλίους πολέμους και συγκρούσεις.
Γρήγορα έγινε φανερή η ανάγκη σύναψης και δεύτερου δανείου ύψους 2.000.000 λιρών με παρόμοιους με το πρώτο δάνειο όρους. Το δεύτερο δάνειο απέφερε 1.100.000 λίρες. Από το ποσό αυτό δαπανήθηκαν στο χρηματιστήριο του Λονδίνου 496.220 λίρες για ναυπήγηση πολεμικών πλοίων και άλλες στρατιωτικές προετοιμασίες, 392.600 λίρες για έξοδα των πληρεξουσίων και για άλλα μικρά έξοδα 28.800 λίρες. Έτσι στα χέρια της ελληνικής κυβέρνησης έφθασαν μόνο 232.558 λίρες.
Ληστρικές παρακρατήσεις, σπατάλες και καταχρήσεις, αποτυχημένες παραγγελίες πολεμικών πλοίων και οι εμφύλιοι πόλεμοι ήταν οι βασικοί λόγοι για τους οποίους τα δάνεια κατασπαταλήθηκαν χωρίς κανένα ουσιαστικό κέρδος για τη χώρα. Επιπλέον δόθηκαν ως εγγύηση τα έσοδα του κράτους και τα εθνικά κτήματα.
Τα πολεμικά ατμόπλοια «Καρτερία», «Επιχείρηση» και «Ερμής» καθώς και η πολύ μεγαλύτερη φρεγάτα «Ελλάς» υπήρξαν τα μοναδικά πενιχρά κέρδη του ένοπλου αγώνα από τα δάνεια της ανεξαρτησίας. Από όλα αυτά τα πλοία, μόνο το «Καρτερία» ανέπτυξε αξιόλογη πολεμική δράση.
Άδοξο το τέλος και της φρεγάτας «Ελλάς», αφού ο Μιαούλης, κατά το κίνημα των Υδραίων εναντίον του Ιωάννη Καποδίστρια, την πυρπόλησε ενώ ήταν αγκυροβολημένη στον Πόρο μαζί με άλλα πλοία.
Το 1826 ελάχιστα γρόσια έχουν μείνει στο δημόσιο ταμείο και το 1827 οι δημοσιονομικές αντοχές εξαντλήθηκαν. Η χώρα πτώχευσε για πρώτη φορά και η Εθνική Συνέλευση της Τροιζήνας ανέθεσε στον Ιωάννη Καποδίστρια τη σύναψη νέου δανείου. Έντονες ανάγκες στήριξης των εσόδων εμφανίστηκαν και κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από τον Καποδίστρια. Οι προσπάθειες του Καποδίστρια για σύναψη δανείου υπήρξαν ανεπιτυχείς, λόγω και της στάσης της Μεγάλης Βρετανίας. Η σοβαρή οικονομική ενίσχυση από τη Ρωσία και τον φιλέλληνα τραπεζίτη Εϋνάρδο αποδείχθηκε τελικά ανεπαρκής αφού οι ανάγκες ενίσχυσης των εσόδων υπήρξαν τεράστιες.
Η οθωνική περίοδος
Τη διεκδίκηση του ελληνικού θρόνου από τον Λεοπόλδο και την ανάληψη της βασιλείας από τον Όθωνα συνόδευσε νέο δάνειο ύψους 60.000.000 γαλλικών φράγκων. Το δάνειο αυτό, το οποίο βρισκόταν υπό την επιτήρηση των τριών προστάτιδων δυνάμεων, δηλαδή της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, δόθηκε από τον τραπεζιτικό οίκο Ρότσιλντ. Παρακρατήθηκαν έξοδα, τόκοι, αποζημιώσεις προς την Υψηλή Πύλη και Οθωμανούς υπηκόους !!!
Στη σύμβαση του δανείου προβλεπόταν ότι από τα έσοδα της χώρας πρώτα θα πληρωνόταν η δόση του δανείου και στη συνέχεια θα πραγματοποιούνταν οι λοιπές πληρωμές και όριζε ότι οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι των τριών Αυλών θα επαγρυπνούσαν για την τήρηση αυτού του όρου. Η τελευταία αυτή διατύπωση έδινε νόμιμο δικαίωμα στους πρεσβευτές των μεγάλων δυνάμεων να επεμβαίνουν στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας. Όποτε μια μεγάλη δύναμη θεωρούσε ότι οι στόχοι μιας δαπάνης δεν ήταν σύμφωνοι με τα συμφέροντα της μπορούσε κάλλιστα να θεωρήσει ότι είναι απαράδεκτη η δαπάνη αυτή. Στη συνέχεια απαιτούσε τη μη πραγματοποίηση της δαπάνης αυτής και την πληρωμή των δανείων. Την ανωτέρω στάση τήρησε η Μεγάλη Βρετανία κατά τις επανειλημμένες ρωσοτουρκικές συγκρούσεις. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούσε να επιβάλει την ελληνική ουδετερότητα και στήριζε την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία απέφευγε τον διμέτωπο αγώνα.
Ακολούθησε η ιδιαίτερα αποτυχημένη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών από τους Βαυαρούς, οι οποίοι κυρίως την περίοδο της Αντιβασιλείας που σπαταλούσαν τους περιορισμένους πόρους του βασιλείου.
Μόλις ανέλαβαν οι Βαυαροί απαγόρευσαν με διάταγμα την πληρωμή των προ της αφίξεώς τους χρεών. Το ίδιο το δάνειο περιλάμβανε όρους που έκαναν δυσχερή την εξυπηρέτηση του. Κυρίως όμως η γενικότερη αδυναμία που εμφάνισε η Ελλάδα κατά τα πρώτα πενήντα έτη της ανεξαρτησίας να συνάψει με επιτυχία, να αξιοποιήσει και να εξυπηρετήσει αποτελεσματικά τις δανειακές της συμβάσεις, οδήγησαν στη χρεοκοπία του 1843. Από το 1835 άρχισαν οι συγκρούσεις δανειστών και Ελλάδας, η οικονομική ανάπτυξη δεν διαφαινόταν και η εξόφληση των δόσεων έγινε προβληματική από το 1840. Επιβλήθηκαν αντιδημοφιλή μέτρα φορολόγησης και περικοπών. Ως συνέπεια της δεύτερης αυτής πτώχευσης, από το 1843 μέχρι το 1878 η Ελλάδα ήταν αποκλεισμένη από τις διεθνείς χρηματαγορές. Για την κάλυψη των δανειακών της αναγκών η χώρα στράφηκε στον εσωτερικό δανεισμό, στον δανεισμό από πλούσιους ομογενείς και στη στήριξη από τον φιλέλληνα τραπεζίτη Εϋνάρδο.
Κατά την διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου οι αποτυχημένες προσπάθειες των Αγγλογάλλων να επιβάλλουν πειθαρχία στην Ελλάδα, οδήγησαν σε ωμή ξένη επέμβαση και κατοχή. Από τον Μάιο του 1854 στρατεύματα Αγγλογάλλων εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά και επέβαλαν την αλλαγή της κυβέρνησης. Η νέα κυβέρνηση Μαυροκορδάτου, το «υπουργείο Κατοχής» όπως ονομάστηκε, επέστρεψε στην πολιτική της ουδετερότητας. Οι Αγγλογάλλοι, οι οποίοι εκτός των άλλων ήταν υπεύθυνοι και για την εξάπλωση επιδημίας χολέρας, δεν αποχωρούσαν χωρίς την αποδοχή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου από την ελληνική κυβέρνηση. Έτσι το 1857 επιβλήθηκε για πρώτη φορά διεθνής οικονομικός έλεγχος στη χώρα..
Στη πορεία προς την τρίτη χρεοκοπία
Η πτώση της μοναρχίας του Όθωνα, όπως ήταν φυσικό, δημιούργησε διοικητική αναστάτωση αλλά και δημοσιονομικές προσδοκίες για φορολογικές ελαφρύνσεις. Έτσι, το 1862 και το 1863 παρουσιάστηκε ισχυρή πτώση των εσόδων από φόρους αλλά και των συνολικών εσόδων. Κάθε χρόνο πλέον εμφανίζονταν όχι μόνο πληρωμές και εισπράξεις δανείων αλλά και νέες συνομολογήσεις και ρυθμίσεις δανείων. Η χώρα δεν αρκέστηκε, όπως στην περίοδο του Όθωνα, στη λήψη και στην εξυπηρέτηση του δανείου Ρότσιλντ, αλλά συναλλάσσεται στην αγορά κεφαλαίων, με στόχο τη βραχυπρόθεσμη ικανοποίηση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Όλα αυτά μέσα σε ένα κλίμα υπέρμετρης αισιοδοξίας η οποία δεν αντιστοιχούσε, βέβαια, στην πραγματική κατάσταση των δημόσιων οικονομικών.
Η Ελλάδα, όντας αποκλεισμένη από τις διεθνείς αγορές χρήματος και δέσμια της Εθνικής Τράπεζας, προσέφευγε στον εσωτερικό δανεισμό. Οι προσπάθειες για συμβιβασμό με τους δανειστές είχαν αποτύχει μέχρι το 1878. Τότε η ελληνική Κυβέρνηση συμψήφισε τις παλιές ομολογίες της Επανάστασης, ύψους 2.800.000 λιρών, και έδωσε καινούργιες αξίας 1.200.000 λιρών, με επιτόκιο 5% ετησίως, χρόνο αποπληρωμής τα 35 χρόνια και ενεχυρίαση των εσόδων, φόρο χαρτοσήμου και τελωνειακά έσοδα. Έτσι, το 1880, τα ελληνικά χρεόγραφα μπήκαν στα διεθνή χρηματιστήρια. Το 1878 οι εκτεταμένες πολεμικές προετοιμασίες ανάγκασαν τη χώρα να ζητήσει το μεγαλύτερο μετά το 1833 δάνειο, ύψους 60.000.000 γαλλικών φράγκων, το οποίο ελήφθη υπό δυσμενείς όρους.
Τα δάνεια και η μη εξυπηρέτηση τους αποτέλεσαν πρόσφορο μέσο πίεσης για συμμόρφωση με την πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων. Πολλές φορές μάλιστα χρησιμοποιήθηκαν τα εθνικά προβλήματα ως μέσο είσπραξης των δανείων. Το επόμενο διάστημα και μέχρι το 1881 εισπράχθηκαν δάνεια επί δανείων πολλών εκατομμυρίων δραχμών. Τεράστια δάνεια εισπράχθηκαν μετά το 1881. Αρχικά το δάνειο των 120.000.000 φράγκων με ενεχυρίαση των εσόδων από τον φόρο καταναλώσεως καπνού, τα έσοδα από τις ετήσιες δόσεις των εθνικών γαιών και φυτειών και όσα από τα ήδη ενεχυριασμένα έσοδα των τελωνείων Αθηνών, Πειραιώς, Πατρών και Ζακύνθου περισσεύουν από την εξυπηρέτηση άλλων δανείων. Στη συνέχεια εισπράχθηκε μεγάλος αριθμός δανείων, τα μεγαλύτερα από τα οποία ήταν το δάνειο του 1884 ύψους 100 εκατομμυρίων φράγκων, το δάνειο του 1887 ύψους 135 εκατομμυρίων φράγκων και το δάνειο του 1890-91, ύψους 89 εκατομμυρίων. Οι όροι δανεισμού ήταν το ίδιο ληστρικοί με τους όρους δανεισμού της προηγούμενης περιόδου. Το ελληνικό παράδειγμα μας δείχνει ότι η σωρεία χρεοκοπιών κατά τον 19ο αιώνα συνδέεται σαφώς με τους όρους δανεισμού οι οποίοι καθιστούσαν ανέφικτη την αποπληρωμή των δανείων.
Η δημοσιονομική πολιτική του Τρικούπη βασιζόταν υπερβολικά στον δανεισμό. Αρκετά από τα δάνεια διατέθηκαν σε αντιπαραγωγικούς σκοπούς και οι αυξήσεις του ΑΕΠ και των εξαγωγών δεν ήταν οι αναμενόμενες, με αποτέλεσμα οι δαπάνες εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους να αυξηθούν σε τέτοιον βαθμό, ώστε η χώρα να φτάσει στη χρεοκοπία του 1893. Ανάμεσα στα χρόνια 1879 και 1893 το ποσό των εξωτερικών δανείων ανέβηκε σε 639.739.000 φράγκα ονομαστικό κεφάλαιο και 468.358.500 πραγματικό. Η Θεσσαλία, με την παρατεταμένη στρατιωτική κινητοποίηση, που υπήρξε απαραίτητη για την επίτευξη της απόσπασης της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και με την υπανάπτυξη στην οποία την είχε καταδικάσει η οθωμανική διοίκηση, απαίτησε ένα δυσβάσταχτο κόστος για τα ισχνά δημοσιονομικά δεδομένα της Ελλάδας. Η λύση της προσφυγής στον δανεισμό υπήρξε υπερβολικά δυσμενής για τα δημόσια οικονομικά, με αποτέλεσμα η αύξηση των εσόδων να μην είναι δυνατόν να εμποδίσουν την πορεία προς την υπερχρέωση, στην οποία βέβαια συνέβαλαν και οι πολιτικές των κυβερνήσεων της εποχής, οι οποίες θα πρέπει να θεωρηθούν σε μεγάλο βαθμό ουτοπικές.
Αποτέλεσμα: Τα έσοδα του κράτους δεν επαρκούν και μαζί με την εξυπηρέτηση των παλαιών δανείων προστίθενται συνεχώς καινούργια και μεγαλύτερα δάνεια. Επιπλέον, η σταφιδική κρίση χτύπησε με σφοδρότητα την ελληνική οικονομία, ιδίως μετά το 1893, αφού η σταφίδα ήταν το κυριότερο εξαγωγικό προϊόν και η αδυναμία πώλησης της στο εξωτερικό σήμανε καθίζηση των εξαγωγών.
Τη δεκαετία προ του πολέμου του 1897 η επιβάρυνση από την πληρωμή των χρεών και τις στρατιωτικές δαπάνες απομυζά το μεγαλύτερο μέρος των συνολικών πληρωμών. Από καθαρά οικονομική οπτική, οι πτωχεύσεις αυτές συνδέονταν με τον ελάχιστα ή καθόλου ανταποδοτικό τρόπο αξιοποίησης των δανείων και τους τοκογλυφικούς όρους δανεισμού. Τα κερδοσκοπικά παιχνίδια που παίχτηκαν κατά την περίοδο της κρίσης απέφεραν τεράστια κέρδη στους Έλληνες και ξένους κεφαλαιούχους και πολιτικούς.
Η επαπειλούμενη πτώχευση του 1893 ενέτεινε την ενδημούσα στη χώρα κυβερνητική αστάθεια. Επιβλήθηκαν φορολογίες και περικοπές κρατικών δαπανών ενώ αναπτύχθηκαν κερδοσκοπικά παιχνίδια. Ακόμη και μετά την πτώχευση του 1893, η Ελλάδα συνέχισε να πληρώνει τεράστια ποσά για το δημόσιο χρέος της, παρά το γεγονός ότι πλήρωνε μόνο το 30% των τόκων. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα, η πολιτική του Τρικούπη στηρίχθηκε υπερβολικά στον εξωτερικό δανεισμό, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί η χώρα στη χρεοκοπία περίπου μια εικοσαετία μετά την επιβλητική παρουσία του στην πολιτική σκηνή. Η πολιτική και η οικονομική ηγεσία της Ελλάδας δεν παρουσιάστηκε ικανή να αντιμετωπίσει τις πολυμήχανες τακτικές των Ευρωπαίων κερδοσκόπων, με αποτέλεσμα η χώρα να εμπλακεί στα γρανάζια της υπερχρέωσης. Τα μεγαλύτερα θύματα ήταν οι απλοί άνθρωποι, που υπέστησαν τη φορολογική λαίλαπα η οποία συνόδεψε την υπερχρέωση της χώρας. Όσα από τα ποσά των δανείων έφθαναν στα ταμεία του κράτους επενδύονταν με μη ανταποδοτικό τρόπο. Τεράστια ποσά κατευθύνθηκαν στις χώρες στα χρηματιστήρια των οποίων εκδίδονταν τα δάνεια για πληρωμή τεχνικών εταιρειών και βιομηχανιών πολεμικού εξοπλισμού. Η υπερχρέωση διευκόλυνε την παρεμβατική πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων και δυσχέραινε την άσκηση εθνικών στρατηγικών.
HellasOnTheWeb.Org
με αποσπάσματα απο την "Ιστορία εικονογραφημένη", τεύχος 525