Μια από τις πιο σκοτεινές σελίδες της ελληνικής Ιστορίας φέρνει στην επιφάνεια η εθνική επέτειος της 28ης Οκτωβρίου. Κλοπές, βανδαλισμοί, λεηλασίες σημειώθηκαν σε μουσεία και μνημεία της χώρας με την Ακρόπολη να κατέχει στον κατάλογο των καταστροφών την κυρίαρχη θέση.
Τις ζημιές τις κατήγγειλε καθημερινά ο Ιωάννης Μηλιάδης, από τους διαπρεπείς αρχαιολόγους της εποχής και διευθυντής της Ακροπόλεως από το 1940 ώς το 1960. Οπως φαίνεται κανείς δεν μπορούσε να περιορίσει τους Γερμανούς και Ιταλούς αξιωματικούς και στρατιώτες. Τα περιγράφει τόσο εύστοχα ο αρχαιολόγος, γ.γ. της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας και ακαδημαϊκός Βασίλειος Πετράκος. Η πρόσφατη ανατύπωση της έκδοσης «Αρχαία της Ελλάδας κατά τον πόλεμο 1940 - 1944» είναι χρυσωρυχείο. Ένας απίστευτος πλούτος πληροφοριών και στοιχείων για όσα έπραξαν οι κατακτητές, αλλά και η αδιάλλακτη στάση των Ελλήνων αρχαιολόγων που ήταν ακλόνητοι στις αρχές τους.
Ιδανικός τόπος μαζί με τον Λυκαβηττό και για τα αντιαεροπορικά πυροβόλα και τους προβολείς. Οι ελληνικές Αρχές κατάφεραν την απομάκρυνσή τους τον Ιούλιο του 1941, όμως ενάμιση μήνα αργότερα, οι Ιταλοί πια, κουβάλησαν στην Ακρόπολη πυροβόλα και πυρομαχικά ενώ τον Οκτώβριο κατασκεύαζαν και τσιμεντένιες βάσεις.
Eίχε γίνει στρατώνας
Η παραμονή των στρατιωτικών στην Ακρόπολη και το μουσείο είχε γενικά δυσάρεστες συνέπειες για τα μνημεία του Ιερού Βράχου. «Στις αίθουσες των αρχαϊκών αετωμάτων εγκατέστησαν το πλυντήριό τους και το μαγειρείο και το υπόλοιπο μουσείο μεταβλήθηκε σε στρατώνα. Ο Βράχος έγινε στρατιωτική περιοχή, όπου οι στρατιώτες χρησιμοποιούσαν τα πολεμικά μηχανήματα χωρίς φροντίδα για τον τόπο. Άναβαν φωτιές για το πρόχειρο φαγητό τους, βρώμιζαν τα μνημεία με βενζίνες, πετρέλαια και μηχανέλαια και, όπως ήταν φυσικό, μεταχειρίζονταν τα απόμερα σημεία της Ακροπόλεως για αποχωρητήρια. Μαρτυρείται μάλιστα πως ούτε ο Παρθενώνας ούτε τα Προπύλαια γλίτωσαν από τη χρήση αυτή. Στους Έλληνες αρχαιολόγους φοβερή εντύπωση έκαμε η φωτογράφιση Ιταλών στρατιωτών αγκαλιά με τις Κόρες του Ερεχθείου, ακόμη φοβερότερη, ότι στην Ακρόπολη σύχναζαν και οι ερωτικοί σύντροφοι των Ιταλών. Δεν παρέλειψαν ακόμη οι ίδιοι να θραύουν αρχιτεκτονικά μέλη για απόσπαση αναμνηστικών κομματιών ή να χαράζουν τα ονόματά τους στα μάρμαρα των μνημείων».
Το υπουργείο Παιδείας στις 11 Νοεμβρίου του 1940 έδωσε στους εφόρους οδηγίες για τον τρόπο προστασίας. Λίγοι άνθρωποι, ελάχιστα μέσα, κι όμως η απόκρυψη των αρχαίων -με συντονιστή τον γραμματέα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Γεώργιο Οικονόμο-αποδείχθηκε ευεργετική. Τα χάλκινα μεγάλα αγάλματα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου συσκευάστηκαν το καθένα ειδικά με περιτυλίγματα, πισσόχαρτα και τοποθετήθηκαν σε κιβώτια όπως η κεραμική και τα αντικείμενα μικροτεχνίας τα οποία φυλάχτηκαν στα υπόγεια της νέας πτέρυγας, ενώ τα πολύτιμα χρυσά, στο θησαυροφυλάκιο της Τραπέζης της Ελλάδος. Εκεί παραδόθηκαν και τα ευρήματα της ανασκαφής των Δελφών του 1939, ελεφάντινα και χρυσά κ.ά.
Τα γλυπτά ασφαλίστηκαν στα υπόγεια της νέας πτέρυγας του μουσείου. «Τριάντα πέντε κιβώτια φυλάχτηκαν στο σπήλαιο της Εννεακρούνου και άλλα είκοσι δύο στις φυλακές του Σωκράτους. Τα πολύ μεγάλα αγάλματα και ανάγλυφα τάφηκαν σε τάφρους, που ανοίχτηκαν στις ίδιες αίθουσες στις οποίες ήσαν εκτεθειμένα, όπως η Θέμις του Χαιρεστράτου, το ανάγλυφο της Ελευσίνος, ο κούρος των Μεγάρων, ο Ερμής της Ανδρου, η ιέρεια Αριστονόη του Ραμνούντος, οι κούροι του Σουνίου».
Η συσκευασία των νομισμάτων του Νομισματικού Μουσείου άρχισε με προφορική εντολή στις 28 Οκτωβρίου και ώς τις 4 Νοεμβρίου είχε ολοκληρωθεί ο εγκιβωτισμός όλων των πολύτιμων αρχαίων του μουσείου σε 61 κιβώτια. Τα γλυπτά του Μουσείου Ακροπόλεως σκορπίστηκαν σε πολλές κρύπτες. Στο ίδιο το μουσείο ανοίχτηκε «μέγας λάκκος εντός της αιθούσης του Παρθενώνος». Οσα δεν χωρούσαν εκεί φυλάχτηκαν εις την κρύπτην Εννεακρούνου», στις «φυλακές του Σωκράτους», στην πύλην του μουσείου αλλά και στην αυλή. Σύμφωνα με τα πρωτόκολλα απόκρυψης χρησιμοποιήθηκαν «επί του Βράχου της Ακροπόλεως, κατά μήκος της βορείας πλευράς του Παρθενώνος, λαξευτά τέσσαρα φρέατα», όπου τάφηκαν σε στρώσεις αρχαία κ.ά.
Τα σημαντικότερα αντικείμενα του Βυζαντινού Μουσείου κι όσα δεν μεταφέρθηκαν στην Τράπεζα της Ελλάδος προστατεύθηκαν σε ορύγματα στην αυλή του μουσείου κι άλλα στα υπόγεια του μεγάρου της Δούκισσας της Πλακεντίας. Τα γλυπτά του Μουσείου Κεραμεικού σε δύο λάκκους που ανοίχτηκαν πίσω από τα μνημεία του Δεξίλεω και της Δημητρίας και Παμφίλης, ενώ του Μουσείου Πειραιά καταχώθηκαν «σε βαθύ ημικυκλικό αγωγό της ορχήστρας του αρχαίου θεάτρου, που βρίσκεται έξω από το μουσείο». Ο ηνίοχος του Μουσείου Δελφών χωρίστηκε σε δύο τμήματα και φυλάχτηκε σε κιβώτια με άχυρο και μπαμπάκι και μαζί με άλλα πολύτιμα αρχαία «εξασφαλίστηκαν στους δύο λαξευτούς τάφους που είναι και σήμερα θεατοί στον κήπο του μουσείου».
Την περίοδο 1940 - 44 η Αρχαιολογική Υπηρεσία διέθετε άξιους επιστήμονες, οι οποίοι συχνά απογοητεύονταν από τους πρώην ξένους φίλους που εργάζονταν στην Ελλάδα και είχαν πια διαφορετικό πρόσωπο.
Οι Γερμανοί αρχαιολόγοι
«Οι Γερμανοί, κυρίως, αρχαιολόγοι άλλαξαν με ευχαρίστηση ρόλους. Ως στρατιωτικοί αρχαιολόγοι τήρησαν τα προσχήματα και τους ελληνικούς νόμους με την τραχύτητα του κατακτητή και όχι με τη διακριτικότητα του επιστήμονα, πρώην φίλου και πρώην συμφοιτητή των Ελλήνων». Οπως σημειώνει ο κ. Πετράκος ξέχασαν ότι η κατάκτηση της Ελλάδας από τον στρατό τους δεν τους έδωσε κανένα δικαίωμα επάνω στη χώρα και τα μνημεία της, πέρα από αυτό που δίνει η βία». Τι ακολούθησε; Παράνομες ανασκαφές, προσβλητική συμπεριφορά, απειλητικά έγγραφα και πιέσεις προς τους πρώην φίλους και συναδέλφους. Στην Κρήτη κατέστρεψαν τον μινωικό βασιλικό τάφο των Ισοπάτων, στη Δήλο στις 6/9/1941 ο Ιταλός στρατιωτικός διοικητής Κυκλάδων Τζοβάνι Δούκα ήταν προσβλητικός: «Οι αξιωματικοί ελεηλάτουν τας προθήκας (του μουσείου), οι στρατιώται ανοίξαντες το συρτάριον της τραπέζης, ένθα επωλούντο τα εισιτήρια, αφήρεσαν περί τας χιλίας πεντακοσίας δραχμάς». Λίγους μήνες αργότερα στο Μουσείο Κεραμεικού κατά τη διάρκεια ξενάγησης Γερμανών κλάπηκε πήλινος μελανόμορφος πίνακας που εικόνιζε πρόθεση νεκρού. Ο Kurt Gebauer που ξεναγούσε «δεν έκρινε σκόπιμον και συναδελφικόν ουδέ τον διευθυντήν του Μουσείου να ειδοποιήση δι’ έν τόσον σοβαρόν συμβάν».
[Της Γιώτας Συκκά από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ]