Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Παπαλάμπραινα (Στου παπα-Λάμπρου την αυλή) - Η ιστορία του τραγουδιού!!!



Στου Παπαλά, Παπαλάμπραινα,
στου Παπαλάμπρου την αυλή,
στου Παπαλάμπρου την αυλή,
είναι μια μάζεψη πολλή.

Καν ο παπάς, Παπαλάμπραινα,
καν ο παπάς είν’ άρρωστος,
καν η παπαδιά πεθαίνει,
Παπαλάμπραινα καημένη.


Ούτ’ ο παπάς, Παπαλάμπραινα,
ούτε ο παπάς είν’ άρρωστος,
ούτ’ η παπαδιά πεθαίνει,
Παπαλάμπραινα καημένη.

Οι κλέφτες, τους, Παπαλάμπραινα,
οι κλέφτες τους εγδύσανε,
οι κλέφτες τους εγδύσανε,
και τα λεφτά ζητήσανε.

Μια λυγερή, Παπαλάμπραινα,
μια λυγερή εφώναξε,
μια λυγερή εφώναξε,
τους κλέφτες, τους εφώναξε.

Τρέξε Γιωργά, Παπαλάμπραινα,
Τρέξε, Γιωργάκη ξάδερφε,
τρέξε, Γιωργάκη ξάδερφε,
οι κλέφτες μας εκάψανε.
(Οι αυθεντικοί στίχοι)


Ο παπα-Λάμπρος Ζέρβας ήταν εφημέριος στο χωριό Ρωμύρι της Πυλίας το 1860. Ένας συγχωριανός του, Σταύρος Φιτσιάλος, αποφάσισε να συνεργαστεί με μία συμμορία για να τον ληστέψουν και έτσι συνεννοήθηκε μαζί τους, για να πάνε στο Ρωμύρι και να κλέψουν την περιουσία του παπά.

Δύο από τους κλέφτες πήγαν στο σπίτι του τάχα ότι ήθελαν να αγοράσουν ένα βόδι που πουλούσε. Ο παπάς όμως έλειπε στην Πύλο -είχε πάει για να φέρει το παιδί του που πήγαινε σχολείο εκεί. Γύρισε αργά στο χωριό και έτσι προσφέρθηκε να φιλοξενήσει τους ξένους στο σπίτι του την νύχτα.

Το βράδυ, όταν η οικογένεια κοιμήθηκε, οι κλέφτες ειδοποίησαν τους υπόλοιπους, που είχαν κρυφτεί έξω από το χωριό, και μπήκαν όλοι αθόρυβα στο σπίτι, οπότε άρχισαν να το λεηλατούν, χωρίς να βρουν χρήματα. Τότε ξεκίνησαν να βασανίζουν τον παπά, για να τους πει πού τα είχε κρυμμένα. Η Παναγιώτα, μια από τις κόρες του παπά, κατάφερε να ξεφύγει και από έναν φεγγίτη στο κατώι άρχισε να φωνάζει, καλώντας σε βοήθεια.


Το χωριό ξύπνησε. Οι άντρες πήραν τα τουφέκια και άρχισαν να ρίχνουν, με αποτέλεσμα να φοβηθούν οι κλέφτες και να το βάλουν στα πόδια. Δύο από αυτούς, όμως, τραυματίστηκαν -ο ένας θανάσιμα. Εξαιτίας του θανάτου του κλέφτη έγινε μεγάλος ντόρος σε ολόκληρη την Πυλία και ένας χωριάτης έφτιαξε το τραγούδι, που έχει σωθεί μέχρι σήμερα με κάποιες παραλλαγές στους στίχους σε ορισμένες περιπτώσεις.

Αυτή είναι η ιστορία πίσω από την χιλιοτραγουδισμένη «Παπαλάμπραινα», χωρίς όμως να σταματάει εδώ.


Το παιδί που πήγαινε σχολείο στην Πύλο, ο Νικολάκης, μετά το περιστατικό πήγε και έμεινε στην Αθήνα, στο σπίτι του δημάρχου Μπενάκη. Σπούδασε εκεί και ζήτησε να γίνει αστυνομικός διοικητής της επαρχίας Πυλίας. Ο Φιτσάλος, παρακινημένος από έναν Μανιάτη, αποφάσισε να πάει στον Νικολάκη Παπαλάμπρο, να του ζητήσει συγνώμη και να του φιλήσει τα πόδια. «Φύγε βρωμόσκυλο, πήγες να μας ξεκληρίσεις και τώρα ζητάς συγνώμη;», του απάντησε εκείνος. Όταν αργότερα ο γιος του Φιτσάλου απέκτησε παιδί, κάλεσε τον Νικολάκη να γίνει νονός του και έτσι έσβησε η βεντέτα.
Πλέον, οι τελευταίοι στίχοι έχουν αλλάξει («μια λυγερή παντρεύεται και παίρνει έναν λεβέντη, Παπαλάμπραινα καημένη...») και το λεβέντικο αυτό τσάμικο έχει μετατραπεί σε τραγούδι του γάμου. Ο σκοπός του τραγουδιού είναι τσάμικος και όχι καλαματιανός, μιας και το περιστατικό συνέβη στην Πελοπόννησο, κάτι που μάλλον θα πρέπει να αναζητηθεί στην ηπειρώτικη καταγωγή του παπά και της οικογένειας του.



ΠΗΓΗ